τέρμα — end neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek
τέρμ' — τέρμα , τέρμα end neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερμάζω — [τέρμα] τερματίζω … Dictionary of Greek
τερμάτων — τέρμα end neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμασι — τέρμα end neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμασιν — τέρμα end neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρματα — τέρμα end neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρματι — τέρμα end neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρματος — τέρμα end neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)